σφαιρικοί

σφαιρικοί
σφαιρικός
globular
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρεπτόκοκκος — Σφαιρικοί ή ωοειδείς κόκκοι μεγέθους 0,7 1 μ. Οι σ. είναι μικρόβια πολύ διαδομένα στο περιβάλλον. Άλλοι ζουν ελεύθερα στη φύση όπως στο γάλα, σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης και άλλοι παρασιτούν στο στόμα, τις αναπνευστικές οδούς ή το έντερο του… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • αλευρόκοκκοι — οι Βοτ. στερεοί, κυρίως σφαιρικοί ή ωοειδείς κόκκοι, που αποτελούνται από πρωτεϊνικές ουσίες και βρίσκονται αποκλειστικά ως έγκλειστα μέσα σε χυμοτόπια τών κυττάρων τών ανώτερων φυτών …   Dictionary of Greek

  • γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κουκουναριά — Δέντρο της οικογένειας των πευκιδών, της κλάσης των γυμνοσπέρμων. Η επιστημονική ονομασία της είναι Pinus pinea. Η κ. έχει ευθυτενή, συχνά κυματοειδή, κορμό, ύψους 12 25 μ.· η κόμη της είναι σφαιρική σε νεαρή ηλικία και ομπρελοειδής σε μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • μάνγκο — Κοινή ονομασία του φυτού Mangifera indica της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για αειθαλές δέντρο, μετρίων έως μεγάλων διαστάσεων, με πυκνή κόμη. Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα, δερματώδη, λογχοειδή, λίγο καμπυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

  • πεπονιά — (κουκουμίδα). Φυτό της οικογένειας των Κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό για τους χοντρούς εδώδιμους καρπούς του, τα πεπόνια, κατάγεται από την Ασία και την υποτροπική Αφρική και καλλιεργείται από τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι φυτό ποώδες, με… …   Dictionary of Greek

  • πιλέα — (pilea). Φυτό δικοκτυλήδονο της οικογένειας των Ουρτικιδών. Αριθμεί 150 είδη, που ευδοκιμούν σε τροπικές και παρατροπικές περιοχές, κυρίως της Αμερικής. Οι π. είναι πόες πολυετείς ή μονοετείς, με φύλλα αντίθετα και τρίνευρα. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”